- ολιγοήμερος
- ολιγοήμερος, -η, -ο και λιγοήμερος, -η, -ο1. αυτός που διαρκεί λίγες μέρες: Ολιγοήμερη εκδρομή.2. αυτός που ζει λίγες μέρες: Ο άρρωστος φαίνεται λιγοήμερος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.